Η Συμφωνία για τη Συμμετοχή του Ιδιωτικού Τομέα (Συμφωνία ιδιωτικού τομέα - PSI), αναφέρεται στο ‘κούρεμα’ των ομολόγων Ελληνικής Κυβέρνησης το 2012, τα οποία ανήκαν σε ιδιώτες, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της αξίας τους, στo πλαίσιo της ελληνικής οικονομικής κρίσης και των πακέτων αναδιάρθρωσης του χρέους («Διάσωση») του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2015 ένα διαιτητικό δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει για τη νομιμότητα του PSI, η οποία αμφισβητήθηκε από αλλοδαπούς ιδιοκτήτες ομολόγων (Ταχυδρομική Τράπεζα), σε Επενδυτική Διαιτησία υπό την αιγίδα του Διεθνούς Κέντρου για την Επίλυση Επενδυτικών Διαφορών (ICSID).[1]
Από τη διαφορά αναφύονται πολλά ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με τις εθνικές οικονομικές κρίσεις εν γένει, αλλά το επενδυτικό διαιτητικό δικαστήριο τελικά αρνήθηκε να αποφασίσει επί της ουσίας, αφού αποφάνθηκε, ότι δεν έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί της διαφοράς.
Το πιο κρίσιμο τμήμα της απόφασης είναι η άρνηση του Δικαστηρίου να αποδεχθεί αρμοδιότητα η φύση της ύλης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διεθνείς συνθήκες που τυγχάναν εφαρμογής, οι οποίες ήταν η διμερής επενδυτική συμφωνία ("ΚΟΜΜΑΤΙ") μεταξύ Ελλάδας και Σλοβακίας, καθώς και η Σύμβαση του ICSID. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, ότι τα ομόλογα δεν αποτελούν προστατευόμενες επενδύσεις υπό τους όρους των παραπάνω συνθηκών.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 της διμερούς επενδυτικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Σλοβακίας, ο όρος επένδυση περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
«. . . (σι) μετοχές και μετοχές και ομόλογα μιας εταιρείας και άλλη μορφή συμμετοχής σε μια εταιρεία,
(ντο) δάνεια, αξιώσεις για χρήματα ή για οποιαδήποτε εκτέλεση βάσει συμβολαίου που έχει οικονομική αξία ».
Στηριζόμενο σε αρχές ερμηνείας διεθνών συνθηκών, το Δικαστήριο τόνισε πως, παρόλο που η BIT περιείχε έναν ευρύ ορισμό του όρου επένδυση, αυτό δεν συνεπαγόταν, ότι τα μέρη σκόπευαν να περιλάβουν κάθε είδος περιουσιακού στοιχείο σε αυτόν.[2]
Κατά συνέπεια, διέκρινε μεταξύ συμμετοχής στο κεφάλαιο μιας εταιρίας και κατοχής εθνικών ομολόγων, με αποτέλεσμα να εξαιρέσει τα ομόλογα από τις επενδύσεις που περιγράφονται στην υποπαράγραφο (σι).[3] Στη συνέχεια τόνισε τη διαφορά μεταξύ ομολόγων και δανείων, επισημαίνοντας, ότι τα ομόλογα δεν ήταν δυνατό να προστατευτούν ως δάνεια υπό τη συνθήκη αλλά και ότι σε κάθε περίπτωση τα ομόλογα δεν αποτελούσαν δικαίωμα από συμβόλαιο, καθώς η Poštová Banka δεν συναλλάχθηκε ποτέ απευθείας με το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά μόνο μέσω του Clearstream.[4] Επομένως, τα ομόλογα δεν προστατεύονταν ούτε υπό το στοιχείο (ντο).
Λόγω των παραπάνω πορισμάτων, το Δικαστήριο δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει, εάν τα ομόλογα αποτελούν επένδυση και υπό το άρθρο 25 της Συνθήκης του ICSID. Παρ’ όλα αυτά ανέφερε, πως δεν εμπίπτουν ούτε στο πεδίο εφαρμογής του συγκεκριμένου άρθρου.
Το 2016, η προσφυγή κατά της απόφασης, στηριζόμενη μόνο στον αναιρετικό λόγο της «έλλειψης αιτιολόγησης» υπό το άρθρο 52 της Συνθήκης του ICSID, απορρίφθηκε καθώς δεν έπεισε την να αναιρετική Επιτροπή.[5]
Αν και το PSI δεν συζητήθηκε καθ’ αυτό, οι παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις θεωρήθηκε ότι ενίσχυσαν την νομιμότητά του, ιδιαίτερα μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην υπόθεση Μαμάτας και Οι υπολοιποι β. Ελλάδα (διαθέσιμη εδώ), που κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα.
Συμπερασματικά, η υπόθεση Poštová Banka τονίζει τη σημασία της Επενδυτικής Διαιτησίας για την επίλυση διαφορών που αφορούν εθνικό χρέος, ιδιαίτερα μεταξύ των Κρατών και των αλλοδαπών επενδυτών.
[1] Ταχυδρομική τράπεζα, όπως και. και ISTROKAPITAL SE v. Ελληνική Δημοκρατία, Υπόθεση ICSID αριθ. ARB / 13/8, Τελικό βραβείο του 9 Απρίλιος 2015, διαθέσιμη στη https://www.italaw.com/sites/default/files/case-documents/italaw4238.pdf.
[2] Ibid παρ. 287-88.
[3] Ibid παρα. 333-34.
[4] Ibid παρα. 337-50.
[5] Ταχυδρομική τράπεζα, όπως και. και ISTROKAPITAL SE v. Ελληνική Δημοκρατία, Υπόθεση ICSID αριθ. ARB / 13/8, Απόφαση για την ακύρωση της 29 Σεπτέμβριος 2016, διαθέσιμη στη https://www.italaw.com/sites/default/files/case-documents/italaw7587.pdf.
- Anastasia Choromidou, Aceris Law SARL