ο Σύμβαση της Νέας Υόρκης σχετικά με την αναγνώριση και την εκτέλεση ξένων διαιτητικών βραβείων της 1958 (Σύμβαση της Νέας Υόρκης) είναι ένα βασικό μέσο για την αποτελεσματικότητα της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας. ο Σύμβαση της Νέας Υόρκης απαιτεί όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, πάνω από 160 δηλώνει στο 2016, να αναγνωρίσει και να επιβάλει διεθνείς συμφωνίες διαιτησίας από τη μία πλευρά, και διεθνή διαιτητικά βραβεία από την άλλη πλευρά, υπόκειται σε πολύ περιορισμένες προειδοποιήσεις.
Η θεμελιώδης απαίτηση τεκμηρίωσης της ισχύος των διεθνών συμφωνιών διαιτησίας περιλαμβάνεται στο άρθρο 2(1) απο Σύμβαση της Νέας Υόρκης που προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούνται να αναγνωρίζουν γραπτές συμφωνίες για τη διαιτησία παρελθόντων ή μελλοντικών διαφορών, όταν το αντικείμενο μπορεί να επιλυθεί με διαιτησία. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2(3), όταν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν προβεί σε τέτοια συμφωνία διαιτησίας, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να παραπέμψουν τα μέρη στη διαιτησία και να μην ακούσουν τη διαφορά.
Αρθρο 3 απο Σύμβαση της Νέας Υόρκης προβλέπει το τεκμαιρόμενο οριστικό των διαιτητικών αποφάσεων στο εξωτερικό, απαιτώντας υποχρεωτικά από τα συμβαλλόμενα κράτη να αναγνωρίσουν τα αλλοδαπά διαιτητικά βραβεία ως δεσμευτικά και να τα επιβάλουν, με την επιφύλαξη των πολύ περιορισμένων εξαιρέσεων που περιέχονται στο άρθρο 5 απο Σύμβαση της Νέας Υόρκης (π.χ.. υπερβολές δικαιοδοσίας, παραβιάσεις θεμελιωδών διαδικαστικών δικαιωμάτων και δημόσιας πολιτικής).
Σε πρακτικούς όρους, ένα βραβείο είναι «ξένο» όταν έχει εκδοθεί σε δικαιοδοσία διαφορετική από τη δικαιοδοσία όπου ένα Μέρος επιδιώκει να την επιβάλει, και θα επιβληθεί όταν και οι δύο δικαιοδοσίες είναι συμβαλλόμενα κράτη στο Σύμβαση της Νέας Υόρκης.
Ως εκ τούτου, ο Σύμβαση της Νέας Υόρκης δεν επηρεάζει την εξουσία εθνικού δικαστηρίου να ακυρώσει ή να ακυρώσει ένα βραβείο που έγινε στην ίδια δικαιοδοσία, γιατί δεν θεωρείται ξένο βραβείο, αλλά ένα εγχώριο βραβείο.